Είναι γνωστό ότι ο χώρος της λογοτεχνίας δεν κατοικείται πλέον από συμπαγή και αυτάρκη υποκείμενα με συγκροτημένη εσωτερική ζωή, πρόσφορη για συνεκτικές αφηγήσεις ή τουλάχιστον δεν κατοικείται πλέον μόνο από αυτά. Εδώ και καιρό έχουν εμφιλοχωρήσει στους κόλπους του η αταξία, η ρωγμή, το θραύσμα, η αυτοαναφορικότητα, ο αποδομητικός σαρκασμός, η νομιμοποιημένη προσποίηση, οι διάφοροι τύποι ανοιχτής ανάγνωσης, η δίκην παλίμψηστου κειμενική διαστρωμάτωση.
Το διάτρητο κείμενο ως λεκτική αποτύπωση της ροής μιας κατακερματισμένης συνείδησης παρέχει εκ προοιμίου τα «ανοίγματα» που καθιστούν αναπόδραστη την υπέρβασή του, με το νόημα που της αποδίδει ο Gérard Genette, δηλαδή μιας «υπερχείλισης της κοίτης» του κειμένου, το οποίο εξέρχεται από τα όριά του αποκαλύπτοντας αθέατες μέχρι τότε συνάφειες.[1]
Η σημαντικότερη ίσως μορφή σχέσεων που αναπτύσσει ένα κείμενο κατά την έξοδό του από τον εαυτό του, προκειμένου να διαλεχθεί με άλλα, είναι η δηλούμενη από τον περιληπτικό όρο υπερκειμενικότητα, όπου στεγάζονται όλοι οι δυνατοί τρόποι της μίμησης και του μετασχηματισμού δια των οποίων ένα παράγωγο κείμενο (υπερκείμενο) μεταγράφει το αρχικό κείμενο προέλευσής του (υπο-κείμενο). Η μεταγραφή αυτή μπορεί να είναι πιστή στο αρχικό κείμενο, να το διασκευάζει ή και να το αποδομεί, να το αντιμετωπίζει σοβαρά η να το παρωδεί, να αξιοποιεί το κυριολεκτικό νόημά του ή να το αλλοιώνει πλήρως, προσαρμόζοντάς το στα δικά της συμφραζόμενα.