Η θεολογική ερμηνευτική, ο λόγος του Θεού και ο σύγχρονος κόσμος
H ερμηνευτική βρίσκεται εξ ορισμού στο επίκεντρο της όλης στοχαστικής δραστηριότητας του ανθρώπου. Κάθε άνθρωπος αποπειράται, με ποικίλες μεθόδους, την ερμηνευτική προσέγγιση και τον ορισμό της πραγματικότητας που τον περιβάλλει. Με τον τρόπο αυτό επιθυμεί να αποκτήσει την καλύτερη δυνατή εποπτεία του εκάστοτε χωροχρόνου (παρελθόν και παρόν), αλλά και να μπορέσει να συλλάβει το βαθύτερο υπαρξιακό νόημα και την αλήθεια του ύπαρξής του, επιδιώκοντας τελικά να προσεγγίσει ερμηνευτικά την ανοικτότητα του μέλλοντος. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, κατατρύχεται από τον πόθο να ερμηνεύσει και ο,τιδήποτε ενδέχεται να υπάρχει επέκεινα της περιβάλλουσας αυτόν πραγματικότητας, ό,τι υπερβαίνει, δηλαδή, τις αισθήσεις και την εμπειρία του, επιχειρώντας να ικανοποιήσει μια έμφυτη τάση προς την αναζήτηση της έσχατης αλήθειας. Έτσι διαμορφώνεται ένα τριγωνικό σχήμα θεώρησης, το οποίο απαρτίζεται από τρείς κορυφές, τον Θεό, τον άνθρωπο και τον περιβάλλοντα κόσμο. Πρόκειται ακριβώς για το πλέγμα σχέσεων όπου συχνά λαμβάνει χώρα η
επώδυνη και πάντοτε απαιτητική ερμηνευτική διαδικασία, η οποία έχει πάντοτε ως αφετηρία το έλλογο ανθρώπινο υποκείμενο, το οποίο επιδιώκει να «εξηγήσει» και να συλλάβει καθολικά την αλήθεια της πραγματικότητας.
Η θεολογία δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από το ευρύ φάσμα της ερμηνευτικής διαδικασίας. Ανεξάρτητα από τις επί μέρους κατανοήσεις της, η θεολογία αφορά πρωτίστως στον περί Θεού λόγο (κατ᾽ εξοχήν θεολογία), στον τρόπο ερμηνείας ολόκληρης της πραγματικότητας (δημιουργία, άνθρωπος, ιστορία) και τελικά στον τρόπο διατύπωσης και διαμεσολάβησης της αλήθειας αυτής στο εκάστοτε ιστορικό παρόν («μετάφραση» κατά Habermas). Αυτό συνεπάγεται πως η θεολογία οφείλει να αναζητά τον προσφορότερο τρόπο προσέγγισης και ερμηνείας της εν Χριστώ αλήθειας, όπως αυτή καταγράφεται και διαφυλάσσεται στην αποστολική και εκκλησιαστική παράδοση και βιώνεται προληπτικά ως (εσχατολογική) πρόγευση (στην Ευχαριστία), προκειμένου στη συνέχεια να είναι σε θέση να καταστήσει και να κηρύξει το ευαγγελικό μήνυμα εξάπαντος επίκαιρο, αλλά πρωτίστως με σωτηριολογική πρόθεση για την εκάστοτε εποχή. Η θεολογία, επομένως, αποτελεί ερμηνευτική λειτουργία par excellence, στο μέτρο που αναζητά την κατάλληλη γλώσσα, τη διαμόρφωση των αναγκαίων προϋποθέσεων και τον προσδιορισμό των απαράβατων κριτηρίων τα οποία θα καταστήσουν πρόσφορη και «αποτελεσματική» την εκάστοτε συγκαιρινή πρόσληψη και ενσάρκωση του ευαγγελίου του Ιησού Χριστού.
Παρ᾽ όλη, ωστόσο, την προφανή σπουδαιότητα της ερμηνευτικής, αν ρίξει κάποιος μια προσεκτική ματιά στην ιστορία της ορθόδοξης θεολογίας, θα διαπιστώσει ότι αυτή κάποτε αντιμετωπίζει με επιφύλαξη, αν όχι με άρνηση τη δυναμικά εκλαμβανόμενη ερμηνευτική λειτουργία, καθιστάμενη έτσι συχνά μια ατελέσφορη φιλολογική ενασχόληση με κείμενα και μνημεία του παρελθόντος, μια στείρα «θεολογία της επανάληψης». Ωστόσο, ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, με αφορμή κυρίως, το ευρύτερο θεολογικό πρόγραμμα του μεγάλου Ρώσου θεολόγου της διασποράς π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ («νεο-πατερική σύνθεση») για την ανανέωση της ορθόδοξης θεολογίας, αλλά και την ευρύτερη αναζωπύρωση των βιβλικών, πατερικών, λειτουργικών κ.λπ. σπουδών στη Δύση, η ορθόδοξη θεολογία σε επιμέρους εκφάνσεις της αρχίζει με δειλά βήματα (βλ. Α´ Συνέδριο Ορθόδοξης Θεολογίας στην Αθήνα, το 1936) και όχι πάντοτε με τόλμη και συνέπεια, να ξαναπιάνει το νήμα της σχέσης της με την ερμηνευτική.
Ανέκαθεν, αλλά ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του παρελθόντος αιώνος, η αναζήτηση της κατάλληλης ερμηνευτικής μεθόδου φαίνεται ότι απασχολούσε τη χριστιανική θεολογία στο σύνολό της, γεγονός που επέδρασε αποφασιστικά και στον σχετικό ορθόδοξο προβληματισμό. Παράλληλα, οι ανακατατάξεις που συντελέστηκαν και συνεχίζουν να συντελούνται σε όλα τα επίπεδα του ανθρώπινου βίου (τεχνολογική εξέλιξη, έκρηξη του θρησκευτικού ριζοσπαστισμού, αμφισβήτηση της ύπαρξης μιας αλήθειας, κ.ο.κ.) φαίνεται ότι κατέστησαν επείγουσα τη συζήτηση για τη διαμόρφωση των κατάλληλων προϋποθέσεων αναφορικά με έναν σοβαρό και προσεκτικό ανα-στοχασμό, μεταξύ άλλων, πάνω στην ίδια τη φύση, τη μεθοδολογία και το χαρακτήρα της σύγχρονης ορθόδοξης θεολογίας, με ειδική μάλιστα αναφορά στον τρόπο θεώρησης, πρόσληψης και «μετάφρασης» του ίδιου του λόγου του Θεού. Στον αιώνα που διανύουμε η ορθόδοξη θεολογία, υπερβαίνοντας πλέον ποικίλες αγκυλώσεις του παρελθόντος, φαίνεται πως επιζητεί να σταθεί ενώπιος ενωπίω στο υποκείμενό της (τον ίδιο τον ένσαρκο Θεό - Λόγο) και στον περιβάλλοντα κόσμο, με αυτοκριτική διάθεση, έτσι ώστε να αξιολογήσει σε ποιο βαθμό είναι και παραμένει «χριστιανική» και όχι απλά ορθόδοξη (υπό έννοια στενά πολιτισμική, ομολογιακή) θεολογία, επιδιώκοντας τελικά την εν Πνεύματι διαρκή ενσάρκωση του λόγου του Θεού.
Στην προοπτική αυτή αναδύεται η θεμελιώδης σημασία της επιλογής της κατάλληλης ερμηνευτικής διαδικασίας με στόχο την οικοδόμηση μιας επίκαιρης ερμηνείας του αποστολικού κηρύγματος. Είναι απαραίτητο η ορθόδοξη θεολογία, σε διαρκή διάλογο με την περιρρέουσα πνευματική και πολιτισμική πραγματικότητα και τις ποικίλες μεθόδους ερμηνείας, να εργάζεται συναντώμενη με το σύγχρονο άνθρωπο και τον πραγματικό κόσμο του, στην προσπάθειά της να δι-ερμηνεύσει, με τη χρήση της κατάλληλης γλώσσας (λ.χ. χρήση ιστορικο-κριτικής μεθόδου, φαινομενολογικής ή αναλυτικής γλώσσας) το αποστολικό κήρυγμα, προσφέροντας σωτηριολογικό νόημα στις επίκαιρες ζητήσεις του (μετα)νεωτερικού κόσμου. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, σε καμιά περίπτωση να λησμονείται ότι η ορθόδοξη θεολογία, όπως και η Εκκλησία, δεν μπορεί παρά να κατανοείται ως ευρισκόμενη καθ᾽ οδόν, αποφεύγοντας έτσι την εκάστοτε αυτο-αναφορικότητα και κλειστότητά της, την αυτάρκεια ενός τεχνικού θεολογικού λόγου και τον αυτοεγκλωβισμό της σε προ-νεωτερικά πολιτισμικά και φιλοσοφικά σχήματα, στον αντίποδα του πατερικού ήθους. Παραθεωρώντας αυτό το πλαίσιο κάθε απόπειρα ερμηνείας αντιτίθεται τόσο προς την ίδια την εν Πνεύματι σωτηριολογική προοπτική του λόγου του Θεού, όσο και προς τις επίκαιρες υπαρξιακές ανάγκες του ανθρώπου.
Στο πνεύμα αυτό η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, συνεχίζοντας την παράδοση κριτικού αναστοχασμού επίκαιρων θεμάτων θεολογικού προγραμματισμού, προγραμματίζει για το τρέχον ακαδημαϊκό έτος 2016 - 2017 σειρά εκδηλώσεων, διαλέξεων, βιβλιοπαρουσιάσεων, ημερίδων και συνεδρίων σε συνεργασία με άλλους ορθόδοξους ή διαχριστιανικούς φορείς, ινστιτούτα και θεολογικές σχολές.
Για να κατεβάσετε το πρόγραμμα κάντε κλίκ εδώ.