Ορθοδοξία και φονταμενταλισμός
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ιδιαίτερη ένταση στην ανά τον κόσμο ριζοσπαστικοποίηση του θρησκευτικού φαινομένου, η οποία βρίσκει ποικίλες εκφράσεις, από έναν ήπιο κάποτε συντηρητισμό ή μια δυναμική παραδοσιαρχία μέχρι ακραίες μορφές φονταμενταλισμού, φανατισμού ή ακόμη και έμπρακτης μισαλλοδοξίας. Την ίδια στιγμή στο χώρο της Ορθοδοξίας η συνάντηση της Εκκλησίας και της θεολογίας με τις ποικίλες προκλήσεις του νεωτερικού ή ύστερου νεωτερικού κόσμου αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως η πλέον επιτακτική ανάγκη, ιδιαίτερα μάλιστα στον απόηχο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου που συγκλήθηκε στην Κρήτη τον Ιούνιο του 2016. Με τη Σύνοδο αυτή η Ορθοδοξία, παρά τις εσωτερικές δυσκολίες που αντιμετώπισε και οι οποίες έμμεσα ή και άμεσα συνδέονται και με το ζήτημα του φονταμενταλισμού, επιχείρησε να δώσει μαρτυρία της εν Χριστώ αλήθειας, να αρθρώσει μήνυμα ενότητας και ελπίδας σε έναν κόσμο ο οποίος κυριαρχείται από μίση, φανατισμούς, ανάδυση των εθνικισμών, αγριότητα, κυριαρχία του λαϊκισμού, απουσία ανοχής απέναντι στον όποιον άλλο, αλλά και φτώχεια, κοινωνική αδικία, περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποδυνάμωση των δημοκρατικών αξιών, έλλειψη σεβασμού απέναντι στο περιβάλλον, κ.ο.κ. Αυτές και άλλες προκλήσεις που καλείται η θεολογία να αντιμετωπίσει στον 21ο αιώνα φαντάζουν πρωτόγνωρες σε σχέση με το ιστορικό παρελθόν, γεγονός που συχνά καθιστά το διάλογο αυτό εξαιρετικά δύσκολο, προκαλώντας από την πλευρά της αντικρουόμενες αντιδράσεις.
Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις του συγκαιρινού κοσμοειδώλου η Ορθοδοξία φαίνεται ότι αδυνατεί να σταθεί πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων. Καθώς είναι προσηλωμένη, ενίοτε με τρόπο στατικό στην πλούσια πατερική παράδοσή της, παρουσιάζεται το φαινόμενο, σημαντική μερίδα θεολόγων ή επίσημων θεσμικών εκπροσώπων της από όλες τις παραδοσιακά θεωρούμενες ορθόδοξες χώρες, ιδίως της ανατολικής Ευρώπης, να προχωρούν σε δηλώσεις και τοποθετήσεις οι οποίες εκφράζουν μια φονταμενταλιστική κατανόηση και ερμηνεία του ιστορικού παρελθόντος αλλά και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και οι οποίες εκδηλώνονται κατά τρόπο που δεν συνάδει προς τον εκκλησιακό τρόπο υπάρξεως. Αν και οποιαδήποτε κριτική στάση απέναντι στις κατακτήσεις της νεωτερικότητας, τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα ή την περιβάλλουσα πραγματικότητα, η οποία διακρίνεται από τον πλουραλισμό απόψεων, ιδεών, πολιτισμών και θρησκειών, δεν θα πρέπει εξ ορισμού να χαρακτηρίζεται ως φονταμενταλισμός, συγκεκριμένα γνωρίσματα του φαινομένου αυτού, όπως έχουν αποτυπωθεί με ακρίβεια από τη σύγχρονη έρευνα, δύνανται να περιγράψουν και κυρίως να δικαιολογήσουν την ύπαρξη ενός ξεκάθαρου, αν και όχι πάντοτε ευδιάκριτου, ρεύματος «ορθόδοξου φονταμενταλισμού».
Έτσι, η αντίδραση απέναντι στον υποτιθέμενο (ή και κάποτε υπαρκτό) κίνδυνο περιθωριοποίησης της θρησκείας από το δημόσιο χώρο, στον απόηχο της αργής, αν και αναπόφευκτης διαδικασίας εκκοσμίκευσης και εκμοντερνισμού των παραδοσιακών κοινωνιών, όπου η Ορθοδοξία για αιώνες δέσποζε όχι μόνο στο πεδίο του θρησκευτικού, αλλά και βρισκόταν πολύ κοντά στην πολιτική εξουσία, φαίνεται ότι αποτελεί θεμέλιο και χαρακτηρίζει το ευρύτερο κίνημα του φονταμενταλισμού, το οποίο αναδύεται τελευταία με δυναμικό τρόπο και σε «ορθόδοξα» περιβάλλοντα. Στην προοπτική αυτή, νέες θεωρίες συνωμοσίας έρχονται διαρκώς στην επιφάνεια, προκειμένου να δικαιολογήσουν την ανάγκη αντίστασης, αν όχι επίθεσης, ενάντια στον κίνδυνο αλλοτρίωσης της ζωής, των «παραδοσιακών αξιών» και του ήθους των ορθόδοξων εθνών και κοινωνιών. Προκειμένου, ωστόσο, ο αγώνας αυτός να αποκτήσει ιδεολογικό υπόβαθρο, απαιτείται περαιτέρω η «επιλεκτική» αξιοποίηση όψεων της πλούσιας παράδοσης, ιδίως δε των Πατέρων της Εκκλησίας ή μιας επιλογής από το έργο τους, γεγονός που συχνά τους μεταβάλλει σε όργανο ομολογιακών κατασκευών που δεν ανταποκρίνονται στην ιστορική πραγματικότητα. Περαιτέρω ο «ηθικός μανιχαϊσμός» (το γεγονός, δηλαδή, ότι ο κόσμος κείται γενικά στο σκότος σε αντιδιαστολή προς τις μοναστικές και άλλες θρησκευτικές κοινότητες που βιώνουν τη θεία χάρη σε κατάσταση καθαρότητας), καθώς επίσης και ο «αλάθητος χαρακτήρας» στην ομολογία της πίστης (όπως εκφράζεται σε αναφορά προς συγκεκριμένους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά και σύγχρονους «φωτισμένους» γέροντες των μοναστικών ή μη κοινοτήτων) συμβάλλουν μαζί με μια απαραίτητη δόση αποκαλυπτισμού (για την επικείμενη καταστροφή του κόσμου, ως τιμωρία του Θεού λόγω της αμαρτίας που κυριαρχεί στον αποχριστιανοποιημένο δυτικό κόσμο σε αντιδιαστολή με τις «παραδοσιακές αξίες» της ορθόδοξης Ανατολής) στη διαμόρφωση μιας ισχυρής «παν-ορθόδοξης διεθνούς» ορθόδοξου φονταμενταλισμού, που τείνει να κυριαρχήσει στην εκκλησιαστική και θεολογική σκηνή, εμποδίζοντας τη μαρτυρία του Ευαγγελίου και τη σωτηριολογική αποστολή της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο.
Δύναται άραγε η Εκκλησία με τη θεολογία της, ως την προφητική φωνή της, να αντισταθεί και να ανατρέψει την κατάσταση αυτή; Χωρίς σε καμία περίπτωση να απαρνηθεί την πλούσια παράδοσή της, η Ορθοδοξία, καλείται να εξέλθει στον κόσμο (έκταση) δίχως φοβικά αντανακλαστικά, επαναλαμβάνοντας ό,τι ακριβώς έκαναν οι Πατέρες της Εκκλησίας για αιώνες, με την ενσάρκωση του Ευαγγελίου στο εκάστοτε χωρο-χρονικό πλαίσιο. Ακολουθώντας το πατερικό αυτό ήθος («επόμενοι τοις αγίοις πατράσιν») του διαλόγου και της ερμηνευτικής προσπέλασης της αλήθειας της ιστορίας, η ορθόδοξη θεολογία καλείται σήμερα να επικαιροποιήσει το μήνυμά της χωρίς να αλλοιώσει την πίστη της, αλλά και χωρίς να εγκλωβιστεί στον εαυτό της, επιζητώντας διαρκώς μια φυγή προς τα πίσω, προς κάποιο ένδοξο παρελθόν, το οποίο ίσως να ανταποκρίνεται σε ένα τελείως ετεροχρονισμένο κοσμοείδωλο, αλλά όχι στο σημερινό. Στο πλαίσιο της ύστερης νεωτερικότητας η Εκκλησία και η θεολογία με τόλμη καλούνται να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις προκλήσεις που θέτει η ραγδαία ανάπτυξη των επιστημών, η βαθμιαία κυριαρχία αντι-δημοκρατικών αντιλήψεων και πρακτικών, η περιθωριοποίηση των αδυνάτων του κόσμου, υλοποιώντας στην πράξη το θυσιαστικό ήθος που δίδαξε στον κόσμο ο Κύριός της Ιησούς Χριστός, στην προοπτική της ερχόμενης Βασιλείας του Θεού που θα κρίνει την αλήθεια των όντων και της ιστορίας. Στο πνεύμα της βιβλικής και πατερικής μαρτυρίας, κάθε ίχνος φονταμενταλισμού που αντίκειται στη διαρκή ενσάρκωση του Ευαγγελίου στον κόσμο και την ιστορία, στο άνοιγμα και την ανταπόκριση της Εκκλησίας στον κάθε άλλο, δεν μπορεί παρά να απορρίπτεται ως έκφραση τόσο ενός αντιχριστιανικού πνεύματος γενικά, όσο και ενός αντι-ορθόδοξου ήθους ειδικά.
Στο πνεύμα αυτό η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, συνεχίζοντας την παράδοση του κριτικού αναστοχασμού επίκαιρων θεμάτων θεολογικού προβληματισμού, προγραμματίζει για το τρέχον έτος 2017-2018 σειρά εκδηλώσεων, διαλέξεων, βιβλιοπαρουσιάσεων, ημερίδων και συνεδρίων σε συνεργασία με άλλους ορθόδοξους ή διαχριστιανικούς φορείς, ινστιτούτα και θεολογικές σχολές στον ορίζοντα της προβληματικής «Ορθοδοξία και φονταμενταλισμός», η οποία φαίνεται να κυριαρχεί στη συζήτηση της σύγχρονης ορθόδοξης θεολογίας, αλλά και ευρύτερα του Χριστιανισμού.